- σκαληνοειδής
- σκᾰλην-οειδής, ές,A oblique, σ. ὀχετός, of the ureter, Hp.Anat. 1; σχήματα, of Sicily, Agathem.5.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαληνοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει σκαληνό σχήμα, λοξός, σκολιός («σκαληνοειδὴς ὀχετός» ο ουρητήρας, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαληνός + ειδής*] … Dictionary of Greek
σκαληνοειδές — σκαληνοειδής oblique masc/fem voc sg σκαληνοειδής oblique neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαληνοειδέες — σκαληνοειδής oblique masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)